Εισαγωγή
Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε από την εταιρεία Fissler GmBH (εφεξής η «Αιτήτρια») εναντίον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή» ή «Καθ’ ης η Αίτηση») για ακύρωση της απόφασης με αριθμό 42/2012 με την οποία της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους €168.441,63 λόγω παράβασης του άρθρου 6(2) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος 13(Ι)/2008 (εφεξής ο «Νόμος»).
Ιστορικό
Στις 2/7/2010 η εταιρεία Alpha Electric House Ltd (εφεξής η «Καταγγέλλουσα»), υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία εναντίον της Αιτήτριας για πιθανολογούμενη παράβαση του άρθρου 6(2) του Νόμου στη βάση επιβολής αυθαίρετων όρων συναλλαγής.
Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, κατέληξε με την απόφασή της ημερ. 3/10/2012, ότι οι πράξεις και/ή παραλείψεις της Αιτήτριας στο πλαίσιο συνεργασίας της με την Καταγγέλλουσα, συνιστούσαν καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης λόγω επιβολής αυθαίρετων όρων συναλλαγής κατά παράβαση του άρθρου 6(2) του Νόμου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Επιτροπή, οι αυθαίρετοι όροι που είχαν επιβληθεί ήταν:
(i) οι πρόσθετες υποχρεώσεις που επιβάλλονταν στην Καταγγέλλουσα μέσω της Συμφωνίας και του προτεινόμενου επιχειρηματικού πλάνου, με τον κίνδυνο αυτή να απωλέσει την αποκλειστική διανομή σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτών.
(ii) τα προτεινόμενα από την Αιτήτρια όρια πωλήσεων ανά κατηγορία προϊόντος και ο όρος για τερματισμό της συμφωνίας σε περίπτωση μη επίτευξης αυτών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο μιας οικονομικής κρίσης στην αγορά, και
(iii) ο όρος για τη μη άσκηση ανταγωνισμού για περίοδο ενός έτους μετά τον τερματισμό της συμφωνίας και η επιβολή προστίμου σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης αυτής.
Ενόψει της διαπίστωσης παράβασης η Επιτροπή επέβαλε στην Αιτήτρια βάσει του άρθρου 24(α)(i) του Νόμου διοικητικό πρόστιμο ύψους €112.294.
Κατόπιν προσφυγής της Αιτήτριας εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής, το Δικαστήριο εξέδωσε στις 12/9/2016 εν μέρει ακυρωτική απόφαση.[1] Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής αναφορικά με την διαπίστωση παράβασης του άρθρου 6(2) του Νόμου. Εντούτοις, ακύρωσε την επιβολή του διοικητικού προστίμου, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα ως προς τα επιμέρους κριτήρια για την επιμέτρηση του προστίμου.
Η Επιτροπή άσκησε Έφεση κατά της πιο πάνω αναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου την οποία ακολούθως απέσυρε προκειμένου να επανεξετάσει την απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου.
Στις 22/6/2018 η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση με αριθμό 22/2018, με την οποία επέβαλε στην Αιτήτρια διοικητικό πρόστιμο ύψους €168.441,630.
Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αποτελεί η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής.
Θέσεις εμπλεκομένων μερών
Θέσεις Αιτήτριας
Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι κατά την επανεξέταση της επιβολής του διοικητικού προστίμου, η Επιτροπή αποφάσισε αυθαίρετα και αναιτιολόγητα να επιβάλει αυξημένο διοικητικό πρόστιμο, σε σχέση με την αρχική απόφασή της ημερ. 3/10/2012, αγνοώντας το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου σε σχέση με τα κριτήρια επιμέτρησης του προστίμου.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι με την επιβολή του προστίμου ύψους €168.441,63 αντί του αρχικού €112.294, επήλθε χειροτέρευση της θέσης της, κατά παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου (αρχή reformatio in peius).
Η Αιτήτρια εισηγήθηκε ότι κατά την επιμέτρηση του διοικητικού προστίμου, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της τη συμπεριφορά της Καταγγέλλουσας, η οποία ήταν απαράδεκτη και αντιεπαγγελματική.
Επιπρόσθετα υποστήριξε ότι το κατ’ ισχυρισμόν εισόδημα της Καταγγέλλουσας σε σχέση με τις πωλήσεις των προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν από αυτήν κατά το έτος 2009, ήταν κατά 50-55% χαμηλότερο από αυτό που αναφερόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα ποσά που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής ήταν αυθαίρετα και ότι η ίδια απέτυχε να τα διερευνήσει.
Θέσεις Καθ’ ης η Αίτηση
Η Επιτροπή υποστήριξε τη νομιμότητα της εκδοθείσας αποφάσεως, με αναφορά στις επιμέρους θέσεις της κατά την απόφαση επανεξέτασης της επιβολής του προστίμου.
Απόφαση Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο σημείωσε αρχικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής με αριθμό 22/2018, αποτελεί προϊόν επανεξέτασης μετά την έκδοση της εν μέρει ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή 2056/2012, αναφορικά με τη μη επαρκή έρευνα και αιτιολογία της Επιτροπής σε σχέση με τα κριτήρια επιμέτρησης του διοικητικού προστίμου. Κατά το Δικαστήριο, το εύρημα της Επιτροπής, ως προς την ύπαρξη εκ μέρους της Αιτήτριας, παράβασης των διατάξεων του άρθρου 6(2) του Νόμου, επικυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο με την απόφαση που λήφθηκε στις 12/9/2016 και κατά συνέπεια συνιστά δεδικασμένο.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία, στην οποία κρίθηκε πως είναι παραδεκτή η επαναστοιχειοθέτηση του επιρρεπούς μέρους ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης προς συλλογή των στοιχείων τα οποία είναι κατά νόμο απαραίτητα για την έκδοση της διοικητικής απόφασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά την επανεξέταση απόφασης, το διοικητικό όργανο δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα και η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης. Εντούτοις, ανέφερε ότι αυτό δεν επηρεάζει τη νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου για επαναδιερεύνηση, όταν και μόνον διαπιστώνεται συγκεκριμένος λόγος, ο οποίος δεν σχετίζεται με ζητήματα τα οποία είναι προγενέστερα του λόγου για τον οποίο ακυρώθηκε δικαστικώς η διοικητική απόφαση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι με την ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε στις 12/9/2016, κρίθηκε ελλιπής η έρευνα και η αιτιολογία της Επιτροπής ως προς τα κριτήρια επιμέτρησης του προστίμου. Συγκεκριμένα, επισημάνθηκε ότι με την ακυρωτική του απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ως μετριαστικούς ή μη παράγοντες για σκοπούς επιμέτρησης του προστίμου, το ζήτημα της βαρύτητας της παράβασης εκ μέρους της Αιτήτριας, της μη ύπαρξης ζημίας στην Καταγγέλλουσα ή γενικότερα στον ανταγωνισμό, της ύπαρξης ή όχι υπαίτιας συμπεριφοράς εκ μέρους της Καταγγέλλουσας, της συνέχισης της συνεργασίας μεταξύ της Καταγγέλλουσας και της Αιτήτριας για ακόμα δεκαοκτώ μήνες και το γεγονός ότι η Αιτήτρια συνεργάστηκε με την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία διερεύνησης της καταγγελίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατά κανόνα δεν επεμβαίνει, εκτός εάν επιβλήθηκε από το εκδικάσαν διοικητικό όργανο ποινή η οποία δεν προβλέπεται από το Νόμο ή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Επισήμανε επίσης ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε έλεγχο της αυστηρότητας και του ύψους της επιβληθείσας ποινής, ούτε και σε έλεγχο της υποκειμενικής εκτίμησης των γεγονότων από το αρμόδιο διοικητικό όργανο το οποίο έχει την αποκλειστική κρίση για την επιλογή της ποινής.
Το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση διαπίστωσε ότι, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, η Επιτροπή συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, καθώς κατά το στάδιο επιμέτρησης του προστίμου, χαρακτήρισε την παράβαση εκ μέρους της Αιτήτριας ως ελαφριάς μορφής βάσει της φύσης, της έκτασης αλλά και των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Επιτροπή εξέτασε και απέρριψε τον ισχυρισμό περί ύπαρξης υπαίτιας συμπεριφοράς εκ μέρους της Καταγγέλλουσας και προχώρησε στη διαπίστωση ότι η παράβαση είχε μικρή χρονική διάρκεια.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η διαπιστωθείσα παράβαση του Νόμου ήταν η πρώτη παράβαση από την Αιτήτρια. Αναφορικά με το προβληθέν ζήτημα της συνεργασίας της Αιτήτριας στη διερεύνηση, κρίθηκε από την Επιτροπή ότι δεν αποτελούσε λόγο μετριασμού του προστίμου, καθότι αποτελεί νομική υποχρέωση όλων των επιχειρήσεων εναντίον των οποίων διενεργείται έρευνα να συνεργάζονται με την Επιτροπή.
Βάσει των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η Επιτροπή κατά την επίδικη επανεξέταση, συμμορφώθηκε πλήρως με τις κρίσεις της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 12/9/2016 και απέρριψε τον σχετικό λόγο ακύρωσης.
Σε σχέση με τις θέσεις της Αιτήτριας ως προς την επιβολή αυξημένου διοικητικού προστίμου κατά τη διαδικασία επανεξέτασης σε σχέση με το πρόστιμο που είχε επιβληθεί κατά την προηγούμενη διοικητική διαδικασία, και την παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου (αρχή reformatio in peius), το Δικαστήριο επεσήμανε αρχικά ότι δεν έγινε περαιτέρω αναφορά από την Αιτήτρια ως προς το κατά πόσον είναι δυνατή η εφαρμογή της εν λόγω αρχής στην υπό κρίση περίπτωση.
Εντούτοις, το Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία παρατήρησε ότι, στην προκειμένη περίπτωση είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης της Αιτήτριας μέσω της επιβολής υψηλότερου διοικητικού προστίμου, νοουμένου όμως ότι τέτοια χειροτέρευση δεν προσκρούει στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Προχωρώντας στην εξέταση του πιο πάνω ζητήματος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση η χειροτέρευση της θέσης της Αιτήτριας, μέσω της επιβολής υψηλότερου διοικητικού προστίμου, παραβίαζε την αρχή της αιτιολόγησης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Επιτροπή κατά την αρχική διαδικασία επέβαλε διοικητικό πρόστιμο υπολογιζόμενο στο 0,10% του κύκλου εργασιών της Αιτήτριας, ενώ κατά την παρούσα διαδικασία επέβαλε διοικητικό πρόστιμο υπολογιζόμενο στο 0,15%, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε επεξήγηση για την εν λόγω αύξηση και για το πού την αποδίδει, παραβιάζοντας την υποχρέωση παροχής αιτιολογίας για τους λόγους που έχουν οδηγήσει στην κατάληξη αυτή.
Κατάληξη
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν έχουν τηρηθεί ad hoc όλες οι εγγυήσεις δικαιοκρατικής διαμόρφωσης της διαδικασίας λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και είναι άκυρη.
Σχόλια
Η εν λόγω απόφαση είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς σε αυτή γίνεται ειδική μνεία του Δικαστηρίου στην ανάγκη επαρκούς διερεύνησης και αιτιολόγησης από την Επιτροπή των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις (ή ενώσεις επιχειρήσεων) για παραβάσεις του Νόμου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης της Αιτήτριας μέσω της επιβολής υψηλότερου διοικητικού προστίμου, εντούτοις δεν εξέτασε την τυχόν παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου (αρχή reformatio in peius) με το σκεπτικό ότι ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε υποστηριχθεί από την Αιτήτρια, προβάλλοντας σχετική επιχειρηματολογία.
Εντούτοις, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου δεν είναι επιτρεπτή όταν αντίκειται στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, εν προκειμένω την υποχρέωση αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων. Κατόπιν διαπίστωσης ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους που την οδήγησαν στην επιβολή αυξημένου διοικητικού προστίμου στην Αιτήτρια σε σχέση με την αρχική της απόφαση, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν δύναται να επεμβαίνει σε αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με το ύψος του προστίμου. Η εν λόγω θέση διαφαίνεται ότι είναι ασυνεπής με το Άρθρο 31 του Κανονισμού 1/2003. Σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο, το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων µε τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιµο ή χρηµατική ποινή με τη δυνατότητα να καταργεί, να µειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιµα ή τις χρηµατικές ποινές που έχουν επιβληθεί.
Σχετική με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου είναι η Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 741/2013[2] με την οποία επίσης ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής, καθώς και το διοικητικό πρόστιμο λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Όπως σημείωσε το Δικαστήριο στη εν λόγω απόφαση, η αρμοδιότητα του δεν περιορίζεται σε έναν τυπικό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, αλλά προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματική δικαστική προστασία και σεβασμός των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη δίκαιη δίκη θα πρέπει να εξετάζονται όλοι οι συναφείς λόγοι ακύρωσης.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrative/2021/202103-1457-18.html
[1]Fissler GmbH ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, υπόθ. αρ. 2056/2012, ημερ. 12/9/2016.
[2]Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α., Υπόθεση Αρ. 741/2013, 10/6/2019.